- λιποθυμιώδης
- λῐποθῡμ-ιώδης, ες,A swoon-like, Archig. ap. Orib.8.1.26, Aët.9.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποθυμιώδης — swoon like masc/fem acc pl (attic epic doric) λιποθυμιώδης swoon like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λιποθυμιώδης swoon like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμιώδης — λιποθυμιώδης, ῶδες (Α) [λιποθυμία] αυτός που μοιάζει με άνθρωπο που λιποθυμά, με λιπόθυμο … Dictionary of Greek
λιποθυμιώδους — λιποθυμιώδης swoon like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek